υδατικός

υδατικός
η , ό[ν] водный;

υδατική οικονομία — водное хозяйство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υδατικός" в других словарях:

  • ὑδατικός — derived from water rights masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδατικός — ή, ό / ὑδατικός, ή, όν, ΝΑ [ὕδωρ, ὕδατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό 2. φρ. α) «υδατική κρέμα» ειδική καλλυντική κρέμα η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο ενυδάτωσης τού δέρματος β) «υδατικές δουλείες» (νομ.) οι δουλείες… …   Dictionary of Greek

  • ὑδατικῶν — ὑδατικός derived from water rights fem gen pl ὑδατικός derived from water rights masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατικόν — ὑδατικός derived from water rights masc acc sg ὑδατικός derived from water rights neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατικοῦ — ὑδατικός derived from water rights masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατικῇ — ὑδατικός derived from water rights fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»